- πουλβῖνον
- πουλβῖνον, τό, = Lat.A pulvinus, cushion, bolster, Sammelb. 1.10 (iii A.D.), dub.l. in Arr.Epict.3.23.35: also [var] Dim. [full] πουλβινάριον, prob. in Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πουλβίνον — τὸ, καὶ πουλβῑνος, ὁ, Α 1. προσκέφαλο, μαξιλάρι 2. στρώμα κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»] … Dictionary of Greek
πουλβινάριον — τὸ, Α υποκορ. τού πουλβῑνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλβῖνον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek